- siderazione
- с.-х. сидерация
Dictionnaire polytechnique italo-russe. 2013.
Dictionnaire polytechnique italo-russe. 2013.
siderazione — si·de·ra·zió·ne s.f. 1. TS med. non com., morte dovuta al passaggio di corrente elettrica nel corpo umano 2. TS agr. sistema di avvicendamento a rotazione biennale di frumento e trifoglio adottato verso la fine del XIX sec. per arricchire il… … Dizionario italiano
siderazione — siderazione1 pl.f. siderazioni siderazione2 pl.f. siderazioni … Dizionario dei sinonimi e contrari
αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… … Dictionary of Greek